ἐρεικόεις

ἐρεικόεις
ἐρεικ-όεις, εσσα, εν,
A heathery, pr. n. [full] Ἐρεικοῦς

λόφος Schwyzer720

(Theb. ad Mycalen, iv B.C.): [full] Ἐρεικοῦσσα, one of the Aeolian Isles (N. of Sicily), Str.6.2.11, St. Byz.s.v., Sch.Ar.Pl.586 : [full] Ἐρεικώδης Sch.A.R.3.41.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ερεικόεις — ἐρεικόεις, εσσα, εν και ἐρεικοῡς, οῡσσα, οῡν (Α) [ερείκη] (για τόπο) ο γεμάτος με ρείκια, ο τόπος που φυτρώνουν πολλά ρείκια και τοπων. Ἐρεικοῡς λόφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”